- καταπομπός
- καταπομπός, ὁ (Α)πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ανα-πομπός, προ-πομπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.